Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Ο βασικός παράγοντας για την εξέλιξη κάθε διαιτητή: Η "επικοινωνία" του



Σύμφωνα με τον “κανόνα των 4 λεπτών”, όταν συναντάς κάποιον για πρώτη φορά έχεις 4 λεπτά για να σε συμπαθήσει ή να σε απορρίψει.
Είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα διαμορφώνουμε μια γνώμη για τους συνανθρώπους μας, όσο βέβαια και εκείνοι για εμάς.


Και βέβαια υπάρχουν κάποιοι βασικοί τρόποι επικοινωνίας.
Το πιθανότερο μάλιστα είναι να καθορίσουν και την επιτυχία ή την αποτυχία μας να γίνουμε κάποιοι από τους πιο επιτυχημένους διαιτητές μπάσκετ.

Στην διαιτησία είναι απαραίτητη η άμεση και ήρεμη επικοινωνία με τα μάτια.
Και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα συνεχές θετικό eye contact με τους συνεργάτες μας, τους παίκτες και τους προπονητές.

Η στάση του σώματός μας πρέπει να ενισχύει την παρουσία μας στον χώρο.
Ώμοι πίσω, με το βάρος να μοιράζεται στα πόδια μας.
Σταυρωμένα χέρια, χέρια στις τσέπες και στήριγμα στον τοίχο, είναι αιτίες για να κριθούμε για "αντιεπαγγελματική" στάση ή ακόμη και για αλαζονεία.

Οι εκφράσεις του προσώπου πρέπει να είναι ευχάριστες, ουδέτερες και να αποπνέουν ηρεμία.
Οι προπονητές πάντα διαμαρτύρονται για τους μορφασμούς των διαιτητών με σχόλια:

“Aυτός ο διαιτητής είναι πάντα θυμωμένος” ή 
“Αυτός ο διαιτητής είναι απλησίαστος”
Έχουμε όλοι βιώσει τέτοιες καταστάσεις όπου οι μορφασμοί μας, έχουν οδηγήσει τους άλλους να σκέφτονται ότι είμαστε ενοχλημένοι ή δυσαρεστημένοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Τυχαίες χειρονομίες, ανεπίσημοι μηχανισμοί, έντονες, σπασμωδικές κινήσεις, μη εγκεκριμένα σήματα, είναι όλα πιθανές αιτίες προβληματικού χαρακτηρισμού μας.
Το νέο κύμα επιτυχημένων διαιτητών θα είναι εκ φύσεως δυναμικοί και είτε θα προσαρμοστούν στους μηχανισμούς και τα προβλεπόμενα, είτε θα έχουν τρομερές δυσκολίες στην εξέλιξή τους.

Ο φυσικός τόνος της φωνής μας μπορεί να είναι ευχάριστος, ουδέτερος και ήρεμος.
Η φωνή μας στον αγώνα όμως, οφείλουμε να είναι απόλυτα σταθερή, με αυτοπεποίθηση και υπό έλεγχο.
Μία εξέχουσα απόφαση είναι μια τέλεια αρχή.
Τίποτα όμως δεν θα ολοκληρωθεί, εάν η απόφαση αυτή δεν μεταφερθεί με τον σωστό τρόπο στους συμμετέχοντες.
Καμία σημασία δεν έχει πόσο αγχωμένοι, βιαστικοί ή νευρικοί είμαστε.
Η φωνή που θα κρατήσει τους προπονητές και τους παίχτες "ανοιχτούς" σε αυτά που λέμε, είναι αυτή του ήρεμου, σίγουρου και ξεκάθαρου διαιτητή.

Ο διαιτητής πρέπει να είναι ο καλύτερος ακροατής.
Το να ακούμε είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για την αποτελεσματική διαχείριση του αγώνα και αποτελεί την πιο σημαντική ίσως επικοινωνιακή δύναμη που έχουμε.
Έχει τύχει ποτέ να σας πει προπονητής: “Δεν με ακούς;” Μάλλον είχε δίκιο.
Ίσως δεν ακούγατε, τουλάχιστον με την δική του έννοια.
Η έλλειψη οπτικής επαφής, ακατάλληλοι μορφασμοί ή χειρονομίες δείχνουν ότι “δεν ακούμε”.

Είμαστε πάντοτε σαφείς, ακριβείς και ευθείς.
Αυτό δεν σημαίνει να είμαστε ψυχροί ή αγενείς.
Δεν παραθέτουμε απλά τους κανόνες.
Είναι αντιπαραγωγικό, ενώ δημιουργεί παράλληλα έναν τοίχο όταν η πραγματική μας πρόθεση είναι να χτίσουμε μια γέφυρα.
Παύση. Συγκέντρωση σκέψης. Απάντηση.
Απάντηση με προσοχή στις επιλογή των λέξεων. 
Σύντομες και απλές λέξεις ή προτάσεις.
Όχι περισσότερες από μία ή δύο παρατηρήσεις.
Ο αγώνας πρέπει να εξελιχθεί όσο το δυνατό πιο σύντομα.

Η αυτοπεποίθησή και η αυτοσυγκράτησή μας αναδεικνύεται με την ταχύτητα του λόγου μας. 
Πρέπει να είναι μέτρια. 
Ούτε πολύ γρήγορη ούτε πολύ αργή.
Οι διαιτητές που μιλούν πολύ γρήγορα ή πολύ αργά, θα χάσουν τους ακροατές τους και θα δημιουργήσουν ανεπιθύμητα ή περιττά προβλήματα, γιατί ο συνομιλητής θα βαρεθεί, θα εξαντληθεί ή απλά θα εκνευριστεί.
Η ψυχραιμία και η γενικότερη στάση του διαιτητή στην αντιμετώπιση προπονητών και αθλητών, είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματικότητα στη διαχείριση του παιχνιδιού.

Για όλα τα παραπάνω, το μόνο που χρειάζεται είναι να έχουμε αυτογνωσία.
Και ανάλογη με την αυτογνωσία μας είναι και η δυσκολία αφού όλοι μας έχουμε το “εγώ” που αντιστέκεται σε κάθε μεταβολή.
Εάν δεν αναγνωρίσουμε τις “ενοχλητικές” επικοινωνιακές μας συνήθειες, θα φτάσουμε σίγουρα στο σημείο που θα αναρωτιόμαστε γιατί δεν εξελισσόμαστε ή γιατί δεν έρχεται ποτέ η ευκαιρία να διαιτητεύσουμε “μεγάλους” αγώνες.