Είναι στην ανθρώπινη φύση να διαφωνούμε.
Όταν κάποιος αμφισβητεί το κύρος σου, την άποψή σου ή τις γνώσεις σου, είναι φυσιολογικό ότι η πρώτη αντίδρασή σου είναι να “αμυνθείς”.
Ο τρόπος με τον οποίο βέβαια θα υπερασπιστείς την θέση σου, συνήθως εξαρτάται από το πόσο σίγουρος είσαι ή από το πόσο “έντονα” εγείρεται η αμφισβήτηση.
Οι διαιτητές δεν αναμένεται – κάποιοι θα έλεγαν δεν επιτρέπεται – να εμπλέκονται σε συζητήσεις διαφωνίας.
Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις οι διαιτητές υποτίθεται ότι θα κλείσουν τα αυτιά τους στην κριτική και τα επιχειρήματα, ξεπερνώντας κάθε σχόλιο.
Αυτό ακριβώς το σημείο είναι μια από τις δυσκολότερες πτυχές της διαιτησίας και ταυτόχρονα από τις πιο σημαντικές.
Στην καθημερινότητά μας, είναι πιθανόν να μας ικανοποιεί ιδιαίτερα να “διεκδικούμε” την τελευταία λέξη ή να αποστομώνουμε αφήνοντας άφωνο τον συνομιλητή μας.
Πάρε λοιπόν μαζί σου στο γήπεδο αυτή την συνήθεια και σύντομα θα αναπτύξεις την φήμη του “εξυπνάκια”.
Σωστά ή λανθασμένα οι διαιτητές οφείλουμε να απέχουμε από τέτοιου είδους μικροπρέπειες.
Η “απορρόφηση” ενός ορισμένου ποσού λεκτικής κακοποίησης από προπονητές και παίκτες θεωρείται μέρος της διαιτησίας.
Θα ήταν υπέροχο βέβαια να γνωρίζουμε ακριβώς πόσο, αλλά είναι αδύνατον.
Το καλύτερο που έχουμε πάντα να κάνουμε, είναι να σταματήσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα κάθε είδους διαφωνία, πριν χάσουμε εντελώς τον έλεγχο της κατάστασης.
Μια φράση που σταματά συνήθως κάθε διαφωνία, είναι:
“Coach, εάν συνέβη με τον τρόπο που λες ότι συνέβη, έκανα λάθος.”
Λειτουργεί, επειδή ο διαιτητής δεν παραδέχεται κάτι και ούτε υπερασπίζεται την θέση του ή την απόφασή του, αγνοώντας τον προπονητή.
Και τότε, μόνο όταν ο προπονητής διαφωνεί “για πλάκα” ή προσπαθεί να εκφοβίσει τον διαιτητή, θα συνεχίσει.
Κάθε προπονητής με αυτού του είδους τα κίνητρα αξίζει – το λιγότερο – να αγνοηθεί.
Εάν η διαφωνία αφορά στον κανονισμό ή σε ένα σφύριγμα, ο προπονητής έχει την ευχέρεια – ευγενικά – να μας ζητήσει να πάρουμε βοήθεια από τους συναδέλφους μας.
Δεν πρέπει να μας “φοβίζει” μια τέτοια εξέλιξη.
Εάν όμως είμαστε “αβέβαιοι” και πράγματι πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε – για να σιγουρευτούμε – βοήθεια από τους συναδέλφους μας, δεν χάνουμε απολύτως τίποτα να τους συμβουλευτούμε.
Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις οι διαιτητές υποτίθεται ότι θα κλείσουν τα αυτιά τους στην κριτική και τα επιχειρήματα, ξεπερνώντας κάθε σχόλιο.
Αυτό ακριβώς το σημείο είναι μια από τις δυσκολότερες πτυχές της διαιτησίας και ταυτόχρονα από τις πιο σημαντικές.
Στην καθημερινότητά μας, είναι πιθανόν να μας ικανοποιεί ιδιαίτερα να “διεκδικούμε” την τελευταία λέξη ή να αποστομώνουμε αφήνοντας άφωνο τον συνομιλητή μας.
Πάρε λοιπόν μαζί σου στο γήπεδο αυτή την συνήθεια και σύντομα θα αναπτύξεις την φήμη του “εξυπνάκια”.
Σωστά ή λανθασμένα οι διαιτητές οφείλουμε να απέχουμε από τέτοιου είδους μικροπρέπειες.
Η “απορρόφηση” ενός ορισμένου ποσού λεκτικής κακοποίησης από προπονητές και παίκτες θεωρείται μέρος της διαιτησίας.
Θα ήταν υπέροχο βέβαια να γνωρίζουμε ακριβώς πόσο, αλλά είναι αδύνατον.
Το καλύτερο που έχουμε πάντα να κάνουμε, είναι να σταματήσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα κάθε είδους διαφωνία, πριν χάσουμε εντελώς τον έλεγχο της κατάστασης.
Μια φράση που σταματά συνήθως κάθε διαφωνία, είναι:
“Coach, εάν συνέβη με τον τρόπο που λες ότι συνέβη, έκανα λάθος.”
Λειτουργεί, επειδή ο διαιτητής δεν παραδέχεται κάτι και ούτε υπερασπίζεται την θέση του ή την απόφασή του, αγνοώντας τον προπονητή.
Και τότε, μόνο όταν ο προπονητής διαφωνεί “για πλάκα” ή προσπαθεί να εκφοβίσει τον διαιτητή, θα συνεχίσει.
Κάθε προπονητής με αυτού του είδους τα κίνητρα αξίζει – το λιγότερο – να αγνοηθεί.
Εάν η διαφωνία αφορά στον κανονισμό ή σε ένα σφύριγμα, ο προπονητής έχει την ευχέρεια – ευγενικά – να μας ζητήσει να πάρουμε βοήθεια από τους συναδέλφους μας.
Δεν πρέπει να μας “φοβίζει” μια τέτοια εξέλιξη.
Εάν όμως είμαστε “αβέβαιοι” και πράγματι πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε – για να σιγουρευτούμε – βοήθεια από τους συναδέλφους μας, δεν χάνουμε απολύτως τίποτα να τους συμβουλευτούμε.
Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να είμαστε σύντομοι και η συζήτηση να γίνει χωρίς να ακούει ο προπονητής τίποτα.
Αμέσως μετά, εξηγούμε στον προπονητή είτε γιατί εμμένουμε στην θέση μας, είτε γιατί διορθώνουμε – εάν μπορούμε – την απόφασή μας.
Τέλος, οφείλουμε επίσης να ενημερώσουμε και τον αντίπαλο προπονητή.
Αμέσως μετά, εξηγούμε στον προπονητή είτε γιατί εμμένουμε στην θέση μας, είτε γιατί διορθώνουμε – εάν μπορούμε – την απόφασή μας.
Τέλος, οφείλουμε επίσης να ενημερώσουμε και τον αντίπαλο προπονητή.