Όποιοι έχουμε διαιτητεύσει οποιοδήποτε άθλημα σε οποιοδήποτε επίπεδο, είχαμε αγώνες στους οποίους τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδιάσαμε.
Τι συμβαίνει όμως όταν το “απροσδόκητο” έρθει νωρίς;
Εάν κάποιος από τους 3 κάνει λάθος, τα άλλα μέλη πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους δίνοντας όλες τις επίσημες πρόσθετες πληροφορίες για να το διορθώσουν.
Οι διαιτητές δεν έχουν monitor επανάληψης, δεν μπορούν να κρυφτούν, δεν μπορούν να παραιτηθούν και δεν έχουν πάντα την ευκαιρία να “φτιάξουν” το λάθος.
Το μόνο που μπορούν να κάνουν στο γήπεδο είναι να δουλέψουν σκληρότερα.
Αργότερα, στο ημίχρονο ή μετά το παιχνίδι, μπορούμε να αξιολογήσουμε τι συνέβη και να προσπαθήσουμε πλέον να μην επαναλάβουμε τα λάθη μας.
Εάν όλα τα παιχνίδια περνούσαν χωρίς διαφωνίες και δύσκολες φάσεις δεν θα υπήρχε η ανάγκη της διαιτησίας τους.
Τι συμβαίνει όμως όταν το “απροσδόκητο” έρθει νωρίς;
Εάν δηλαδή το πρόβλημα είναι μια παράξενη κι αναπάντεχη κατάσταση ή ακόμη κι ένα λάθος μας, που τελικά θα κάνει το υπόλοιπο του παιχνιδιού να φαίνεται σαν μια ατελείωτη ανηφόρα;
Η διαιτησία είναι δύσκολη ακόμη και υπό ιδανικές συνθήκες.
Κάνε ένα λάθος νωρίς και εύκολα μπορείς να χάσεις τον έλεγχο...
Η διαιτησία είναι δύσκολη ακόμη και υπό ιδανικές συνθήκες.
Κάνε ένα λάθος νωρίς και εύκολα μπορείς να χάσεις τον έλεγχο...
Εάν κάνεις ένα λάθος, διόρθωσέ το αμέσως – εάν έχεις αυτή την επιλογή – διαφορετικά ξέχασέ το και επικεντρώσου στο να κάνεις το καλύτερο μέχρι τέλους.
Κάθε διαιτητής αντιδρά διαφορετικά στο στρες.
Ενώ κάποιοι είναι καλύτεροι στον χειρισμό από άλλους, κάθε διαιτητής θα βιώσει την περίεργη εμπειρία κατά την οποία τα πράγματα δεν ξεκινούν όπως τα περίμεναν.
Και εδώ θα παίξει τον ρόλο του ο σχεδιασμός της αντιμετώπισης τέτοιας κατάστασης στο pregame.
Ενώ οι διαιτητές υποτίθεται ότι είναι προετοιμασμένοι για κάθε πιθανή κατάσταση, δεν έχω συναντήσει ποτέ κάποιον διαιτητή να μην έχει “ταρακουνηθεί” τουλάχιστον στιγμιαία.
Αυτό που ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο, είναι ο τρόπος που χειρίζονται οι διαιτητές τις “εκπλήξεις”.
Και εδώ θα φανεί η “ομάδα”.
Κάθε διαιτητής αντιδρά διαφορετικά στο στρες.
Ενώ κάποιοι είναι καλύτεροι στον χειρισμό από άλλους, κάθε διαιτητής θα βιώσει την περίεργη εμπειρία κατά την οποία τα πράγματα δεν ξεκινούν όπως τα περίμεναν.
Και εδώ θα παίξει τον ρόλο του ο σχεδιασμός της αντιμετώπισης τέτοιας κατάστασης στο pregame.
Ενώ οι διαιτητές υποτίθεται ότι είναι προετοιμασμένοι για κάθε πιθανή κατάσταση, δεν έχω συναντήσει ποτέ κάποιον διαιτητή να μην έχει “ταρακουνηθεί” τουλάχιστον στιγμιαία.
Αυτό που ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο, είναι ο τρόπος που χειρίζονται οι διαιτητές τις “εκπλήξεις”.
Και εδώ θα φανεί η “ομάδα”.
Οι διαιτητές δεν έχουν monitor επανάληψης, δεν μπορούν να κρυφτούν, δεν μπορούν να παραιτηθούν και δεν έχουν πάντα την ευκαιρία να “φτιάξουν” το λάθος.
Το μόνο που μπορούν να κάνουν στο γήπεδο είναι να δουλέψουν σκληρότερα.
Αργότερα, στο ημίχρονο ή μετά το παιχνίδι, μπορούμε να αξιολογήσουμε τι συνέβη και να προσπαθήσουμε πλέον να μην επαναλάβουμε τα λάθη μας.
Εάν όλα τα παιχνίδια περνούσαν χωρίς διαφωνίες και δύσκολες φάσεις δεν θα υπήρχε η ανάγκη της διαιτησίας τους.